Μέσσαι

Μέσσαι
Μέσση
fem nom/voc pl
Μέσσᾱͅ , Μέσση
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μέσσαι — μέσος b fem nom/voc pl (epic) μέσσᾱͅ , μέσος b fem dat sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολώνη — κολώνη, ἡ (Α) 1. ύψωμα, λόφος ή η κορυφή του (α. «ἔστι δέ τις προπάροιθε πόλιος αἰπεῖα κολώνη», Ομ. Ιλ. β. «μέσσαι δ ἐνθα καὶ ἔνθα δύο ἀνέχουσι κολῶναι», Δίον. Περ.) 2. τύμβος («ὁρῶ κολώνης ἐξ ἄκρας νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.) 3. τόπος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”